κάποιας καγκελόπορτας η μελωδία







παλιές διαδρομές με οδηγούσαν σε σένα
και μέσα στη γκρίζα πόλη που τόπο οικείο δεν θυμίζει
με κατάπιναν της πόλης τα σοκάκια τα παλιά
μια μελαγχολική αισιοδοξία κάθε φορά που εκείνην την καγκελόπορτα αντίκριζα
Στο σπίτι των χρωμάτων και της μουσικής
έβρισκα τέτοια αγαλλίαση μέρα με τη μέρα
και έπειτα εσύ
σαστισμένη απ'τα όνειρα της μαγεμένης νύχτας
ξυπνάς χρώματα γεμάτη
δεν φαντάστηκα ποτέ
δεν ονειρεύτηκα ποτέ
οι ήχοι αυτοί τόσο με συνεπαίρνουν
ζεστή συντροφιά όταν ο καιρός αλλάζει

θυμάσαι ακόμα;

μια διστακτική ξεγνοιασιά .
ζούσαμε και ζούμε στο σήμερα του χθες
και νούμερα, ημέρες, χρόνια, αριθμοί σημασία δεν έχουν
απέναντί σου
διαλέγεις τον δρόμο τον δύσκολο
αυτόν της αλήθειας
και σφυρίζεις ακόμα με το χάραμα

Η πιο γλυκιά γλύκα
Ύστερα, ο δρόμος μ' έβγαλε στην τραγουδιάρα καγκελόπορτα
που έτριξε γνώριμα

                                                 Θυμήθηκε.

η καρδιά μου έσπασε









  

είσαι μια ψυχεδέλεια








είναι τόσο τρυφερές αυτές οι στιγμές
η ψυχή γίνεται πολυδιάστατη και λυτρώνεται τόσο όμορφα
μεθυσμένες σκέψεις με χρώματα αγαπήθηκαν και συμφώνησαν να αγαπιούνται 
μέχρι το τέλος του φωτεινού φάσματος
μυστικό κρυμμένο μές 'τα στήθια σου
μα το φανερώνεις κάθε φορά που 
πετάς ψηλά και ξεσπάς σε ένα χορό
τόσο μαγικό όσο και τα μάτια σου
χωρίς φως είμαστε εξαρτημένοι
ενωμένοι σε ένα ηλιοφέγγαρο με δύο ράμματα
 'αν τα ξηλώσεις ξέρεις ότι θα σκάσει σαν μπαλόνι 
και κήπος, ο πιο όμορφος, θα γίνει
με όσες πεταλούδες βάζει ο νους
και ανθισμένες μαργαρίτες να χαζεύεις, αγαπημένη μου

θα λουστείς σε ένα γνώριμο φως
θ' ανοίξει η καρδιά σου
και η μουσική όπως τότε θα ωριμάσει μέσα της

μετά εσύ
και εγώ' ένα
θ' ακούγεται η ανάσα σου σαν ξέσπασμα και φυγή 
και θ' ανατείλεις τόσο  απαλά.
Ομορφότερο θέαμα δεν έχει άνθρωπος
αντικρίσει.
Στάθηκα και θαύμασα
                                                                                                            

                                                                                                        Σ' αγαπάω όμορφη

πάντοτε






Ίσως αν χορέψεις οι έγνοιες θα χαθούν, θα ξεχαστούν καθώς θα πετάς με μαγεμένα όνειρα που σου δίνουν φτερά κάθε φορά που ξυπνάς και κοιτάζεις το πέρας της θάλασσας. Εκεί που
τίποτε δεν μένει το ίδιο και όλα κάποτε ξεθωριάζουν. Θα κλείσεις το μάτι μία ακόμη φορά.




είδα πάλι τα αστέρια το βράδυ και ένιωσα τόσο τυχερός









η ιστορία ενός τρελού





χάρτινε αϊτέ εσύ εκεί ψηλά
πες μου τι βλέπεις, λύπη μήτε χαρά ;
μα κι αν τυφλός γεννήθηκες
τον ήλιο μονάχα σκιάχτηκες
να μάθεις να πονάς

αϊτέ μου πάτερα με χρυσά φτερά
κοίτα να μάθεις την αλήθεια για τη ζωή σου
αγάπησες όνειρα, σχήματα, λευτεριά
τώρα σκισμένος προσμένεις την τελευταία πνοή σου

κάποτε ήσουν σίγουρος πως εκεί ψηλά
πετάς ανάλαφρος δίχως μοναξιά
τα σύννεφα και τα αστέρια νόμισες θα σου κρατούσαν συντροφιά
μα έζησες
έπεσες
άλλαξες για μια ακόμη, στερνή, φορά











Pansy

  

Μες τη  βροχή τραγουδώ σκοπούς, δικούς μας ρυθμούς
να 'ξερες πόσο μου λείπεις
σε βλέπω μα δε σε κοιτώ
τα μάτια σου δυο φλόγες
κι εγώ είμαι ακόμα εδώ

Μια φωνή τόσο γαλήνια
πόσο ανάγκη, αγάπη μου, να 'ξερες  πως την έχω

Μου φτάνει που στα όνειρα μου έρχεσαι και με βρίσκεις
να στέκω σ' αυτήν την ακροθαλασσιά
εκεί που μου αλλάζει τη ζωή
ο ήλιος και το βασίλεμά του
με βρίσκεις και με φιλάς
ανθίζεις και σφυρίζεις
θυμάσαι τότε στα σκοτεινά
κι οι δυο μας μια αγκαλιά γίναμε
σκαρώναμε ταξίδια μακρινά

ταξίδια στο τέλους του κόσμου
για χώρες άγνωστες
σαν δυο μικρά αποδημητικά χελιδόνια
θα κινούσαμε για μέρη ηλιόλουστα, ζεστά
την μεταφορά ερωτευτήκαμε την κάναμε δική μας
ερωτευτήκαμε την αυγή, τη θάλασσα, τη σελήνη, τα χρώματα της δύσης, τον ουρανό, τα όνειρα

ερωτευτήκαμε
ερωτευτήκαμε
ερωτευόμαστε

για μουσικές του δρόμου
ξενύχτια και ποτά
θα ταξιδεύαμε και όλα πίσω μας
ταξίδι της ψυχής, χωρίς γυρισμό

θα έχουμε, τουλάχιστον, κάθε ανατολή
και κάθε ηλιοβασίλεμα να μας θυμίζουν στίχους και σκοπούς

θα έχουμε τον ουρανό
τα αστέρια να μετράμε
και ας είμαστε ξεχωριστά όμορφοι
στην δικιά μας ρότα

πλούσιοι
αυτάρκεις
σίγουροι


















αλλαγή





Ξυπνήσανε και βρεθήκαν στα συντρίμια
σαν καθρέπτης έσπασε η εύθραυστη καρδιά τους
αύριο θα το ξεχάσουν
πάντα έτσι γίνεται

Σε κοιτάζουν μ' αυτά τα μάτια
όλο χαμένες ελπίδες και όνειρα βυθισμένα σε λήθη αιώνια

Τι μπορείς να απαντήσεις;

Η ύπαρξη τους έγινε δύσκολη
μιας και η προσπάθεια έπαψε να μετράει
σε έναν κόσμο που τα τόξα τα ουράνια είναι άχρωμα
και στο τέλος πόνοι και λυγμοί

Τι μπορείς να απαντήσεις;

Σε αυτά τα στόματα τα διψασμένα
που ξέρουν μόνο να γελούν

Αλήθεια μεγάλη μόνο να πούνε μπορούν
μα εσύ τα κάνες να σιωπήσουν
κοίταξε αυτά τα άδεια, δακρυσμένα μάτια μονάχος σου
γιατί εγώ δεν αντέχω

Τόσα χρόνια χρειάστηκες και ακόμα δεν έμαθες
κοίταξε στα μάτια τους και φώναξε

Χαμογελάστε










φροντίδα








Τόσο ξαφνικά ήρθε  και σήμερα το φως
και μας βρήκε δυο χέρια ενωμένα
φαντάζεις καλοκαίρι είναι η αλήθεια και 'γω νοσταλγός
σκέφτηκες ποτέ γιατί τελειώσε η μέρα ;
χέρια τόσο ήρεμα σαν δυο νούφαρα ανθισμένα εκείνη την όμορφη εποχή
που μου έμαθες να γελώ γιατί
γιατί
γιατί μπορώ και νιώθω, απλούστατα
Στις συγχορδίες που θα έρθουν ίσως αντικρίσουμε πραγματικά όμορφα πράγματα
Να μπορούσα να φτιάξω την μελωδία μέσα μου να την πλέξω στεφάνι που θα φορούσες στα μαλλιά

Υπέροχα
Σαν να σταμάτησε ο χρόνος και τα χέρια να γίναν ένα τώρα πια
Θα 'θελα να ήσουν από μια μεριά για να δεις μέσα στην καρδιά μου
όταν μου λες σ' αγαπώ τι συμβαίνει
Η μέρα τελείωσε για να την εκτιμήσεις στην θέα της νύχτας
Μην ξεχάσεις ποτέ κάποια λόγια
Ποτέ

























πάλι ονειρεύτηκες ;










στο γνώριμο πλακόστρωτο δρομάκι δίπλα στην σκοτεινή θάλασσα κάθεσαι πιο ήρεμος από ποτέ και μεθάς με την αρμύρα καθώς το βλέμμα σου τράβηξε αυτή η φωτεινή σκισμή στο νυχτερινό ουρανό που τόσο διακριτικά κυλάει μέχρι το τέλος του όπου και θα χαθεί τελικά. σαν χαμόγελο στρέφεται και σε μαγεύει. αυτήν την γνωστή μαγεία που τόσο επιθυμείς να δεις και απόψε για να κλείσει κάθε σου πληγή. λες και όλα είναι στημένα για σένα.

























Ό,τι είναι παρελθόν, είναι πρόλογος










πολυταξιδεμένο φως μπαίνει από το παράθυρο τις πρώτες ώρες της αυγής
διάχυτο, σιωπηλό 
μία αχτίδα ξεχωρίζει
την είδες που με παραπανίσιο θάρρος τρυπάει το πάτωμα και φανερώνει τα μυστικά της
μυστικά τόσο αρχαία όσο και η ίδια
και τότε καταλαβαίνεις πως κάτι το τόσο ταπεινό γίνεται μεμιάς μια υπεροχή αδιανόητη για το νου και των δύο μας
"απλότης" ,"τελειότης " 
και μόλις η αχτίδα χαθεί θα νιώθουμε αυτό το αίσθημα της έλλειψης
η ανάμνηση όμως..
οι αναμνήσεις σε κάνουν αυτό που είσαι και αυτό που θα είσαι
αναμνήσεις που τέσσερις τοίχοι δεν μπορούν να στεγάσουν
ανθρώπινες και μη, είναι αυτές που σε κάνουν να δακρύζεις μπρος σε κάθε καινούργιο
φοβάσαι ; όχι
απλά είναι κάποια οικεία μελαγχολία που σε πλησιάζει κάθε φορά που ο ουρανός αλλάζει χρώμα
θυμάσαι την μουσική ; 
τότε που αντηχούσε πέρα απ το παράθυρο και έβαζε στα πόδια σου φτερά
αλήθεια είναι
οι αναμνήσεις σε κάνουν τόσο , ευάλωτα, δυνατό και πιο σίγουρο 
σίγουρο πως το μόνο που ίσως χρειαστείς ποτέ είναι αγάπη
απλή αγάπη
αυτή που μένει μετά την κάθε θύελλα
αγάπη που αξίζει να αποκαλείται έρωτας 
και όλα εξαγνίζονται κάτω απ' αυτό το φως ,το τόσο εκπληκτικά, ιδιόμορφο
" βαδίζοντας στο μονοπάτι που χαράχτηκε τόσο φωτεινά από νυχτερινές οπτασίες" 
















its a sad and beautiful world you know







Είναι κάτι στιγμές που σου πνίγουν τα στήθια

                                   θέλεις χίλιες φορές να φωνάξεις βοήθεια


σ' ένα κλάμα σκληρό να ξεσπάσεις να βρίσεις


                                ή να πεις
σ' αγαπώ μα σε ποιόν να μιλήσεις














ειναι ενας ευκολος κοσμος χωρις πολλα λογια, λογια περιττα
η ιδια επαναληψη που διασκεδαση ξερεις δεν θα σου φερει
γιατι ψυχαγωγια επαψε να θυμιζει πολυ καιρο τωρα
μα γιατι τοσες αοριστολογιες;
δυο ευατοι και μια καρδια που ξερει τι νιωθει μα χανεται
και αυτη η κακη συνηθεια που μου αρεσε τοσο τωρα με απωθει
ανωριμοτητα δεν νομιζεις ;
μα ποιος ειναι αληθεια σοφος για να μπορει να απαντησει με ενα ναι ;

στην επομενη στροφη ισως καταλαβω τι εχει σημασια
θολωσε και εγινε απροσιτη η σκεψη
επεσες μα δεν πονας γι' αυτο
ειναι ενας κοσμος ευκολος αρα γιατι να ψαξω για κατι ιδιαιτερο
αφου ξερω πως θα μεινω μονος
παλι
κοιτα γυρω σου
γελανε τοσο απροσωπα, μα ετσι ειναι αυτη η γενια
μην ξεστρατισεις γιατι δεν θα εισαι κοολ, ιν και παει λεγοντας
μα τι στο διαολο!
μεσα τους τοσο κρυοι!
παντα μια κρυμμενη θλιψη. γιατι;

το χαμογελο τους πικρο
σιχαινομαι και φευγω
οχι γιατι ξεχωριζω, ποτε δεν ξεχωριζα,
μα γιατι εχω αναγκη να δω την θαλασσα και το φεγγαρι,
μου εχουν λειψει
δηλωνω παραιτηση






                                                                                       

πυξίδα χαλασμένη












Έψαχνες καιρό να βρεις την ελπίδα που έχασες,
την ελπίδα που ήξερες πως ήταν φαντασία
τρέχοντας ανακάλυπτες πως ο κόσμος είναι θέατρο
ένα θέατρο με κούκλες
στιγμάτιζες την ψευτιά με ήχους, ήχους ζωής του έλεγα
σε μια νεκρή φύση βρίσκονται καθώς ξέχασες να αναπνεύσεις
γλυκός ο αέρας στην επιφάνεια μα εσύ θα πονούσες, θα κρατούσες την αναπνοή σου
Αψήφησες μια μάταιη μνήμη μα λησμόνησες πως ήταν η δική σου ζωή
Σφύριζες καθώς σε έβλεπα και μου ΄λεγες
"ο δρόμος μακρύς"
Μακρύς αλλά κυνήγησες ανεμόμυλους
η Ιθάκη ένα ξέφωτο δίχως διεύθυνση, δίχως επιστροφή
Το προτίμησες
και πίσω άφησες τον χρόνο να κρέμεται στο κλαρί που πάντα στέκει, εκεί καρτερικά,
μέσα στον μουσαμά της δικής μου ψυχής
Σκέψου και πες μου την αλήθεια... Τι έμαθες ;
Μην πληγώσεις την σιωπή, γνωρίζω
Ένδυμα άδειο, αερικό βρήκες στα ταξίδια σου
Γι' αυτό επέστρεψες τώρα πάνω στον στίχο που ταξίδευες καιρό
Γι' αυτό επέστρεψες
Ο κόσμος ένα έργο αθλίων
Οχι δεν είναι ψεύτικος, είναι ανύπαρκτος
καταλήγεις εδώ κάθε φορά, καρτερικά μαζεύεις τα δάκρυά σου και ύστερα
ξαναφεύγεις
Οχι δεν υπάρχει Ιθάκη στις καρδιές των ανθρώπων
γι' αυτό ζήσε στην δική σου
που περιμένει μες στην καρδιά σου
Αλήθεια απάντησε μου
μήπως στο τέλος δεν ταξίδεψες πουθενά ;
απάντησε μου και 'γώ θα κοιτάξω μέσα απ' του Ομήρου τη ματιά και θα σε δω,
θα αφουγκραστώ την ανάσα σου και ύστερα θα φύγω
θα φύγω μακριά, όπως κάνουν τα πουλιά του φθινοπώρου, για την δική μου Ιθάκη
όπου εκεί βασιλεύει του Θερβάντες ο ιππότης
Εκεί ίσως σε ξαναδώ
πολύχρωμη, ανέμελη όσο ποτέ
μα δεν θα σου μιλήσω για την ζωή μου
τους καημούς ενός ξενιτεμένου ναυτικού θα σου διηγηθώ
που με πήρε και μένα στο ατμόπλοιο του
Από τότε δεν σε ξαναντάμωσα παρά μονάχα τώρα
τώρα που η άγκυρα έγινε πολύ βαριά
και να ανοιχτώ στο πέλαγος, αδυνατώ
Ίσως έρθει από το βλέμμα σου ένας Άργος
αλλά άκουσε τον, δεν θα δακρύσει
όχι αυτήν την φορά
Δεν έμειναν δάκρυα να ρίξω
έζησα μια ζωή όπως μου όρισαν αυτοί
ποιοι όμως ; ποτέ δεν έμαθα
Γιατί κάποτε το σωστό ξεβάφει και ένα πρέπει εγκαθιστά μια βολική ματαιοδοξία
Την αξία της ζωής την αντίκρισε μια φορά ο Αίσωπος
μα λύγισε ενάντια στο πρέπον μια κοινωνικά άδειας ψυχής
και καθώς η Ιθάκη θα χάνεται πίσω απ' την αυλαία της σκηνής
υπόκλιση δεν θα υπάρχει
ούτε ευχαριστήριος λόγος
μονάχα ένας παράτονος ρυθμός να σου θυμίζει πως κάποτε
υπήρχε και για σένα ένας Άργος μα τώρα
δάκρυσε










ευχή για μια νέα χρονιά









αν είσαι ευτυχισμένος σε προκαλώ :

όρισε μου την ευτυχία






πρόσεξε μονάχα μην απαντήσεις γρήγορα