κάποιας καγκελόπορτας η μελωδία







παλιές διαδρομές με οδηγούσαν σε σένα
και μέσα στη γκρίζα πόλη που τόπο οικείο δεν θυμίζει
με κατάπιναν της πόλης τα σοκάκια τα παλιά
μια μελαγχολική αισιοδοξία κάθε φορά που εκείνην την καγκελόπορτα αντίκριζα
Στο σπίτι των χρωμάτων και της μουσικής
έβρισκα τέτοια αγαλλίαση μέρα με τη μέρα
και έπειτα εσύ
σαστισμένη απ'τα όνειρα της μαγεμένης νύχτας
ξυπνάς χρώματα γεμάτη
δεν φαντάστηκα ποτέ
δεν ονειρεύτηκα ποτέ
οι ήχοι αυτοί τόσο με συνεπαίρνουν
ζεστή συντροφιά όταν ο καιρός αλλάζει

θυμάσαι ακόμα;

μια διστακτική ξεγνοιασιά .
ζούσαμε και ζούμε στο σήμερα του χθες
και νούμερα, ημέρες, χρόνια, αριθμοί σημασία δεν έχουν
απέναντί σου
διαλέγεις τον δρόμο τον δύσκολο
αυτόν της αλήθειας
και σφυρίζεις ακόμα με το χάραμα

Η πιο γλυκιά γλύκα
Ύστερα, ο δρόμος μ' έβγαλε στην τραγουδιάρα καγκελόπορτα
που έτριξε γνώριμα

                                                 Θυμήθηκε.

η καρδιά μου έσπασε