Ό,τι είναι παρελθόν, είναι πρόλογος










πολυταξιδεμένο φως μπαίνει από το παράθυρο τις πρώτες ώρες της αυγής
διάχυτο, σιωπηλό 
μία αχτίδα ξεχωρίζει
την είδες που με παραπανίσιο θάρρος τρυπάει το πάτωμα και φανερώνει τα μυστικά της
μυστικά τόσο αρχαία όσο και η ίδια
και τότε καταλαβαίνεις πως κάτι το τόσο ταπεινό γίνεται μεμιάς μια υπεροχή αδιανόητη για το νου και των δύο μας
"απλότης" ,"τελειότης " 
και μόλις η αχτίδα χαθεί θα νιώθουμε αυτό το αίσθημα της έλλειψης
η ανάμνηση όμως..
οι αναμνήσεις σε κάνουν αυτό που είσαι και αυτό που θα είσαι
αναμνήσεις που τέσσερις τοίχοι δεν μπορούν να στεγάσουν
ανθρώπινες και μη, είναι αυτές που σε κάνουν να δακρύζεις μπρος σε κάθε καινούργιο
φοβάσαι ; όχι
απλά είναι κάποια οικεία μελαγχολία που σε πλησιάζει κάθε φορά που ο ουρανός αλλάζει χρώμα
θυμάσαι την μουσική ; 
τότε που αντηχούσε πέρα απ το παράθυρο και έβαζε στα πόδια σου φτερά
αλήθεια είναι
οι αναμνήσεις σε κάνουν τόσο , ευάλωτα, δυνατό και πιο σίγουρο 
σίγουρο πως το μόνο που ίσως χρειαστείς ποτέ είναι αγάπη
απλή αγάπη
αυτή που μένει μετά την κάθε θύελλα
αγάπη που αξίζει να αποκαλείται έρωτας 
και όλα εξαγνίζονται κάτω απ' αυτό το φως ,το τόσο εκπληκτικά, ιδιόμορφο
" βαδίζοντας στο μονοπάτι που χαράχτηκε τόσο φωτεινά από νυχτερινές οπτασίες" 
















its a sad and beautiful world you know







Είναι κάτι στιγμές που σου πνίγουν τα στήθια

                                   θέλεις χίλιες φορές να φωνάξεις βοήθεια


σ' ένα κλάμα σκληρό να ξεσπάσεις να βρίσεις


                                ή να πεις
σ' αγαπώ μα σε ποιόν να μιλήσεις














ειναι ενας ευκολος κοσμος χωρις πολλα λογια, λογια περιττα
η ιδια επαναληψη που διασκεδαση ξερεις δεν θα σου φερει
γιατι ψυχαγωγια επαψε να θυμιζει πολυ καιρο τωρα
μα γιατι τοσες αοριστολογιες;
δυο ευατοι και μια καρδια που ξερει τι νιωθει μα χανεται
και αυτη η κακη συνηθεια που μου αρεσε τοσο τωρα με απωθει
ανωριμοτητα δεν νομιζεις ;
μα ποιος ειναι αληθεια σοφος για να μπορει να απαντησει με ενα ναι ;

στην επομενη στροφη ισως καταλαβω τι εχει σημασια
θολωσε και εγινε απροσιτη η σκεψη
επεσες μα δεν πονας γι' αυτο
ειναι ενας κοσμος ευκολος αρα γιατι να ψαξω για κατι ιδιαιτερο
αφου ξερω πως θα μεινω μονος
παλι
κοιτα γυρω σου
γελανε τοσο απροσωπα, μα ετσι ειναι αυτη η γενια
μην ξεστρατισεις γιατι δεν θα εισαι κοολ, ιν και παει λεγοντας
μα τι στο διαολο!
μεσα τους τοσο κρυοι!
παντα μια κρυμμενη θλιψη. γιατι;

το χαμογελο τους πικρο
σιχαινομαι και φευγω
οχι γιατι ξεχωριζω, ποτε δεν ξεχωριζα,
μα γιατι εχω αναγκη να δω την θαλασσα και το φεγγαρι,
μου εχουν λειψει
δηλωνω παραιτηση






                                                                                       

πυξίδα χαλασμένη












Έψαχνες καιρό να βρεις την ελπίδα που έχασες,
την ελπίδα που ήξερες πως ήταν φαντασία
τρέχοντας ανακάλυπτες πως ο κόσμος είναι θέατρο
ένα θέατρο με κούκλες
στιγμάτιζες την ψευτιά με ήχους, ήχους ζωής του έλεγα
σε μια νεκρή φύση βρίσκονται καθώς ξέχασες να αναπνεύσεις
γλυκός ο αέρας στην επιφάνεια μα εσύ θα πονούσες, θα κρατούσες την αναπνοή σου
Αψήφησες μια μάταιη μνήμη μα λησμόνησες πως ήταν η δική σου ζωή
Σφύριζες καθώς σε έβλεπα και μου ΄λεγες
"ο δρόμος μακρύς"
Μακρύς αλλά κυνήγησες ανεμόμυλους
η Ιθάκη ένα ξέφωτο δίχως διεύθυνση, δίχως επιστροφή
Το προτίμησες
και πίσω άφησες τον χρόνο να κρέμεται στο κλαρί που πάντα στέκει, εκεί καρτερικά,
μέσα στον μουσαμά της δικής μου ψυχής
Σκέψου και πες μου την αλήθεια... Τι έμαθες ;
Μην πληγώσεις την σιωπή, γνωρίζω
Ένδυμα άδειο, αερικό βρήκες στα ταξίδια σου
Γι' αυτό επέστρεψες τώρα πάνω στον στίχο που ταξίδευες καιρό
Γι' αυτό επέστρεψες
Ο κόσμος ένα έργο αθλίων
Οχι δεν είναι ψεύτικος, είναι ανύπαρκτος
καταλήγεις εδώ κάθε φορά, καρτερικά μαζεύεις τα δάκρυά σου και ύστερα
ξαναφεύγεις
Οχι δεν υπάρχει Ιθάκη στις καρδιές των ανθρώπων
γι' αυτό ζήσε στην δική σου
που περιμένει μες στην καρδιά σου
Αλήθεια απάντησε μου
μήπως στο τέλος δεν ταξίδεψες πουθενά ;
απάντησε μου και 'γώ θα κοιτάξω μέσα απ' του Ομήρου τη ματιά και θα σε δω,
θα αφουγκραστώ την ανάσα σου και ύστερα θα φύγω
θα φύγω μακριά, όπως κάνουν τα πουλιά του φθινοπώρου, για την δική μου Ιθάκη
όπου εκεί βασιλεύει του Θερβάντες ο ιππότης
Εκεί ίσως σε ξαναδώ
πολύχρωμη, ανέμελη όσο ποτέ
μα δεν θα σου μιλήσω για την ζωή μου
τους καημούς ενός ξενιτεμένου ναυτικού θα σου διηγηθώ
που με πήρε και μένα στο ατμόπλοιο του
Από τότε δεν σε ξαναντάμωσα παρά μονάχα τώρα
τώρα που η άγκυρα έγινε πολύ βαριά
και να ανοιχτώ στο πέλαγος, αδυνατώ
Ίσως έρθει από το βλέμμα σου ένας Άργος
αλλά άκουσε τον, δεν θα δακρύσει
όχι αυτήν την φορά
Δεν έμειναν δάκρυα να ρίξω
έζησα μια ζωή όπως μου όρισαν αυτοί
ποιοι όμως ; ποτέ δεν έμαθα
Γιατί κάποτε το σωστό ξεβάφει και ένα πρέπει εγκαθιστά μια βολική ματαιοδοξία
Την αξία της ζωής την αντίκρισε μια φορά ο Αίσωπος
μα λύγισε ενάντια στο πρέπον μια κοινωνικά άδειας ψυχής
και καθώς η Ιθάκη θα χάνεται πίσω απ' την αυλαία της σκηνής
υπόκλιση δεν θα υπάρχει
ούτε ευχαριστήριος λόγος
μονάχα ένας παράτονος ρυθμός να σου θυμίζει πως κάποτε
υπήρχε και για σένα ένας Άργος μα τώρα
δάκρυσε










ευχή για μια νέα χρονιά









αν είσαι ευτυχισμένος σε προκαλώ :

όρισε μου την ευτυχία






πρόσεξε μονάχα μην απαντήσεις γρήγορα